κωμωδοποιός

κωμωδοποιός
ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός)
αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + -ποιός (< ποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κωμῳδοποιός — comic poet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδοποιός — ο ποιητής κωμωδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωμωιδοποιός — κωμῳδοποιός comic poet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιοῖς — κωμῳδοποιός comic poet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιοί — κωμῳδοποιός comic poet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιοῦ — κωμῳδοποιός comic poet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιούς — κωμῳδοποιός comic poet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιέ — κωμῳδοποιός comic poet masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιῶν — κωμῳδοποιός comic poet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοποιῷ — κωμῳδοποιός comic poet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”